αιάντειος — αἰάντειος, εία, ειον (Α) [Αἴας] 1. αυτός που ανήκει στον Αίαντα 2. φρ. «αἰάντειος γέλως», γέλιο παράφρονος, παρανοϊκού, όπως εκείνο τού Αίαντος τού Τελαμώνιου (Αἰάντειον το ιερό τού Αίαντος τὰ Αἰάντεια, γιορτές στη μνήμη τού Αίαντος) … Dictionary of Greek
Αἰάντειος — of Ajax masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιάντειος — α, ο του Αίαντα, κυρίως στη φράση «γέλιο αιάντειο», δηλ. γέλιο σαν αυτό του Αίαντα όταν έχασε το λογικό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αἰάντειον — Αἰάντειος of Ajax masc acc sg Αἰάντειος of Ajax neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰαντείους — Αἰάντειος of Ajax masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰάντεια — Αἰάντειος of Ajax neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰάντειε — Αἰάντειος of Ajax masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Веллиос, Константинос — … Википедия
Αίας — I Όνομα δύο μυθολογικών προσώπων. 1. Α. ο Τελαμώνιος. Ομηρικός ήρωας, ο γενναιότερος των Ελλήνων στην Τροία, μετά τον Αχιλλέα, ο οποίος διακρινόταν επίσης για τη μεγαλοπρέπεια και το ήθος του. Ήταν γιος του Τελαμώνα –ο οποίος ήταν γιος του Αιακού … Dictionary of Greek
γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» … Dictionary of Greek